Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες

См. также в других словарях:

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • κρατερώνυξ — κρατερῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ (AM) αυτός που έχει δυνατά νύχια («λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + ῶνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος) το ω οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. γαμψ ώνυξ, κοιλ ώνυξ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»